- παιδεράστρια
- παιδεράστ-ρια, ἡ, fem. of παιδεραστής, as title of the Niobe of Sophocles, dub. in Ath.13.601b (Schweigh. for παιδεραστάν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδεράστριαν — παιδεράστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)